μονοφάγοι

μονοφάγοι
μονοφάγος
eating alone
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μονοφάγος — ο (ΑΜ μονοφάγος, ον) αυτός που τρώει μόνος του, χωρίς άλλους («ἐπεὶ τίνα τρόπον μονοφάγος τις ὤν τὸ ἦθος, καὶ γαστρίμαργος», ΠΔ) νεοελλ. 1. αυτός που τρώει μόνο μία φορά την ημέρα 2. αυτός που τρώει μόνον ένα είδος φαγητού αρχ. 1. (το αρσ. πληθ.… …   Dictionary of Greek

  • Αιγινητών, εορτή — Γιορτή που γινόταν κάθε χρόνο (επί 16 μέρες) στην Αίγινα, προς τιμήν του Ποσειδώνα. Όσοι μετείχαν σε αυτή έτρωγαν μαζί σιωπηλά, κατά οικογένειες, χωρίς ξένους ή δούλους (μονοφάγοι, κατά τον Πλούταρχο). Αυτό γινόταν επειδή οι συγγενείς των λίγων Α …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”